διαπεράσῃ

διαπεράσῃ
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
aor subj mid 2nd sg (attic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
aor subj act 3rd sg (attic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
fut ind mid 2nd sg (attic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
aor subj mid 2nd sg (attic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
aor subj act 3rd sg (attic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
aor subj mid 2nd sg (doric aeolic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
aor subj act 3rd sg (doric aeolic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
fut ind mid 2nd sg (attic)
διαπερά̱σῃ , διαπεράω
go over
fut ind mid 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άλφα διάσπαση — Κβαντικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα σωμάτιο άλφα που δεν έχει αρκετή ενέργεια για να υπερνικήσει το φράγμα δυναμικού κοντά στην επιφάνεια του πυρήνα διαπερνά το φράγμα και βγαίνει έξω από τον πυρήνα, όπου η ηλεκτρική απωστική δύναμη το… …   Dictionary of Greek

  • διέλασις — διέλασις, η (Α) [διελαύνω] 1. (για καρφί) διαπέραση 2. έφοδος ή άσκηση ιππικού …   Dictionary of Greek

  • καταπαρμός — καταπαρμός, ὁ (Α) [καταπείρω] διατρύπηση, διαπέραση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”